αμολγός

αμολγός
ἀμολγός, ο (Α)
νεοελλ.
νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339)
αρχ.
1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας
λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το φθινόπωρο ο Σείριος
2. (στον Ευριπίδη και ως επίθ.) «νὺξ ἀμολγός», ζοφερή, σκοτεινή νύχτα
3. κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, και το σκεύος μέσα στο οποίο αρμέγουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας. Απαντά σε Όμηρο, Αισχύλο, Ευριπίδη και στους Ορφικούς ύμνους. Η άποψη ότι δηλώνει αποκλειστικά την ώρα εκείνη τής νύχτας κατά την οποία αρμέγουν τα ζώα (< ἀμέλγω «αρμέγω») δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Κατά τον Ησύχιο η λ. στη φράση τού Ευριπίδη «νύκτα ἀμολγὸν» σημαίνει «νύκτα ζοφερή, σκοτεινή». Επίσης ο Ευστ. αναφέρει ότι η λ. είναι αχαϊκή σημαίνουσα την ακμή. Αυτό οδηγεί στην υπόθεση ότι η φράση «νυκτὸς ἀμολγὸν» (Αισχύλος) σημαίνει την ακμή ή το σκοτεινότατο μέρος τής νύχτας. Στην αρχική έννοια τής ακμής εν σχέσει προς το σκοτάδι οφείλεται και η σημασία του ομηρικού ἀμολγός «βαθύ, πυκνό νυχτερινό σκοτάδι». Επίσης η έννοια τής ακμής από το ότι η λ. ἀμολγὸς συνδέεται με τη στιγμή τού αρμέγματος, οπότε οι μαστοί του ζώου είναι γεμάτοι από γάλα, θα μπορούσε να οδηγήσει και στην έννοια τής αφθονίας. Πιθανότερη πάντως θεωρείται η σημασία «βραδινό άρμεγμα» ή «άρμεγμα κατά την ώρα που πέφτει το σκοτάδι». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τ. ἀμολγὸς συνδέεται προς τα νεοελλ. μούργος, μουργόςμουργκός) «σκοτεινός, σκούρος», μούργι «σκοτάδι τής νύχτας», μουργίζει (και μουργκίζει > μούργκισμα), μουργώνει και μουργιάζει (> μούργιασμα) «πέφτει το σκοτάδι». Κατά τον Κουρμούλη, η ερμηνεία τών νεοελλ. τύπων έχει άμεση σχέση με την παρατήρηση ότι στον Ησύχιο μεταξύ τού Ομηρικού ἀμολγὸς και τού νεοελλ. μουργός παρεμβάλλεται τ. μοργός και σημαίνει «μαύρος» συμπίπτοντας έτσι σημασιολογικά με το ἀμολγός. Μάλιστα ο τ. μοργός φαίνεται να είναι και ο αρχαιότερος, καθώς συνδέεται με το βορειογερμ. myrk-r. παλ. σαξων. mirki «σκοτεινός». Η Νεοελληνική διέσωσε τη λ. με όλες τις παραδεδομένες σημασίες της. Πρβλ. αλμεγός, αμουργός, αρμεγός, που σημαίνουν την ώρα τού αρμέγματος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμολγάδες (βόες), ἀμολγάζει, ἀμολγαίη
αρχ.-μσν.
ἀμολγαῖος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμολγός — dead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγοί — ἀμολγός dead masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγοῦ — ἀμολγός dead masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγούς — ἀμολγός dead masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγῷ — ἀμολγός dead masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγόν — ἀμολγός dead masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DORMIO — quasi Dermio, a Graeco δέρμα, i. e. pellis: quemadmodum ex benus, bonus, ex hemo, homo; ex Κερκύρα, Corcyra factum, Nempe vett. haec in pellibus dormiendi consuetudo est: in sacris inptimis, quod proprie Incubare Vett. dixêrunt. Tantopere namque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • αμολγάδες βόες — ἀμολγάδες βόες (AM) [ἀμολγός] αγελάδες που αρμέγονται, γαλατερές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”